ενυδρείο

ενυδρείο
το
δεξαμενή, δοχείο κτλ., όπου συντηρούνται υδρόβια ζώα και φυτά των γλυκών ή αλμυρών νερών, το ακουάριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενυδρείο — Δεξαμενή ή σειρά δεξαμενών με ένα ή περισσότερα γυάλινα τοιχώματα, όπου διατηρούνται στη ζωή ζώα και υδρόβια φυτά για επιστημονικούς ή διακοσμητικούς σκοπούς. Φαίνεται ότι πρώτοι οι Κινέζοι κατασκεύασαν διακοσμητικά ε., ενώ στην Ευρώπη, μόλις τον …   Dictionary of Greek

  • ενυδρείο(ν) — το δοχείο ή δεξαμενή ή και ολόκληρο ίδρυμα για τη διατήρηση υδρόβιων οργανισμών …   Dictionary of Greek

  • Аквариум Крита — 35.3325, 25.28222235°19′57″ с. ш. 25°16′56″ в. д. / 35.3325° с. ш. 25.282222° в. д.  …   Википедия

  • αξολότλ — Προνυμφική μορφή αμφίβιου ουροδελούς (αμβλύστομο η τίγρις), είδους σαλαμάνδρας που ζει στις λίμνες των ΗΠΑ, του Καναδά και του Μεξικού. Για πολύ καιρό οι επιστήμονες πίστευαν πως το α., που μέχρι τότε γινόταν εύκολα η εκτροφή και η αναπαραγωγή… …   Dictionary of Greek

  • Cretaquarium — Main entrance view Date opened December 18, 2005 (2005 12 18 …   Wikipedia

  • σαυριείον — τὸ, Α μικρή λίμνη, ενυδρείο όπου εκτρέφονται κροκόδειλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + επίθημα ιεῖον (πρβλ. σελην ιεῖα)] …   Dictionary of Greek

  • ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα …   Dictionary of Greek

  • άγρια ζώα — Τα ζώα που ζουν στη φυσική τους ελευθερία, είτε στην ξηρά, είτε στη θάλασσα, είτε στον αέρα. Διαχωρίζονται από τα ήμερα ή οικιακά, που συνυπάρχουν στον άμεσο χώρο των δραστηριοτήτων του ανθρώπου και βρίσκονται συνέχεια κάτω από τη βούλησή του. Η… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • εύρος ανοχής — Η περιοχή μεταξύ της ελάχιστης και της μέγιστης τιμής ενός αβιοτικού παράγοντα (θερμοκρασίας, υγρασίας κλπ.) στην οποία ένας οργανισμός μπορεί να συνεχίζει τη φυσιολογική λειτουργία του. Σε γραφική παράσταση η δραστηριότητα του οργανισμού μέσα σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”